Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ο Νικηταράς απαντά στον κωλοτούμπα Καρατζαφέρη

Προσέξτε πως προπαγαναδιζει υπέρ της "σωτηρίας" της Χώρας, μεσω της καταστρατήγισης της Εθνικης της Κυριαρχίας με τις αποικιοκρατικού χαρακτηρά δανειοδοτήσεις ο τηλεπρόεδρος....

"Δούλοι" αλλά να ανήκουμε εις τη Δύση όπως αναφέρει συχνά ο ...."πατρίωτης";
ή απομονωμένοι, χρεοκοπημένοι και φτωχοί...(Μέγα ψέμα αλλά θα το σχολιάσουμε εν καιρώ..);

Οι συνειρμοί που κάνει ο μέσος λοβοτημένος(από την προπγανδα των ΜΜΕ), ημιμαθής και μυημένος στα πρότυπα του υλισμού και ιδεοληψιών Έλληνας είναι να προτιμήσει την πρώτη οδό καθώς του "εξασφαλίζει" την συνέχεια του στον νεοταξικό κόσμο...

Κάπου εδώ έρχεται ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος και δίνει την απάντησή του στο παραπάνω ερώτημα (εστω και με αυτούς τους κατευθυνόμενους όρους)

Η Ελληνική κυβέρνηση, επί Όθωνα, τον συνέλαβε το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, με τη κατηγορία της «προδοσίας».
Μετά από 1,5 χρόνο τον ελευθέρωσαν και κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά.
Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε πόστα είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Αυτή ήταν η ανταμοιβή του.
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης ( Ρωσίας), αυτός απεστάλθη από την Ρωσική κυβέρνηση του, στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός.
Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
„Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος
„Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
„Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος.
„Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“
Στις 25(ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος.
Αυτή ήταν η ελληνική υπερηφάνεια που έκανε την Ελλάδα ελεύθερη.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Kάποτε οι κρατικοί αξιωματούχοι καταχέριαζαν τους άθλιους κομματάρχες.

Διαβάστε πώς κάποτε οι κρατικοί αξιωματούχοι καταχέριαζαν τους άθλιους κομματάρχες!



Κομματικές παρεμβάσεις στο έργο της Αστυνομίας και άγριο χαστούκι σε κομματάρχη του Τρικούπη
Κομματάρχης Τρικούπη: Ξέρεις ποιος είμαι εγώ!
Μπαϊρακτάρης: Είσαι φίλος παλιανθρώπων! Και τις άρπαξε…
Η ανάμιξη των πολιτικών στα καθήκοντα των αστυνομικών έχει μακρά προϊστορία.
Από τότε που δημιουργήθηκε η Αστυνομία, τα πρώτα χρόνια του Οθωνα, οι παρεμβάσεις των πολιτικών, των κομματαρχών και των δημάρχων, στο έργο της δημοτικής αστυνομίας, της στρατιωτικής του Μπαϊρακτάρη και μετά στη Χωροφυλακή και την Αστυνομία Πόλεων, ήταν συχνές και πολλές φορές ωμές. Θεωρούσαν τα όργανα της τάξεως, όταν το κόμμα τους βρισκόταν στην εξουσία, απλούς υπηρέτες και έπρεπε να κάνουν αυτό που θέλουν κι εκείνο που εξυπηρετεί το κομματικό συμφέρον.
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 1895, Ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, δέχτηκε μία ασυνήθιστη επίσκεψη στο γραφείο του ( στην Παπαρηγοπούλου στην πλατεία Κλαυθμώνος). Ήταν ο αττικάρχης, πολιτικός φίλος του κυβερνητικού κόμματος, του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη. Μπήκε στο γραφείο αναιδέστατα με υπεροπτικό ύφος και ζήτησε επιτακτικότατα από τον Μπαϊρακτάρη να αποφυλακίσει αμέσως τους ταραξίες, τα άνεργα εκείνα κομματικά παράσιτα που είχε συλλάβει την προηγούμενη νύχτα.
Οι ταραχοποιοί και ήρωες θλιβερών επεισοδίων, ήταν κομματικοί φίλοι του αττικάρχη που επέμενε να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι, ανατρέποντας τις εξυγιαντικές ενέργειες του Μπαϊρακτάρη, στην περιοχή των Εξαρχείων, που υπέφερε από τα κουτσαβάκια και τους νταήδες.
«Δεν μπορεί να γίνει αυτό που ζητάς. Δεν μπορώ να τους αφήσω ελεύθερους. Αύριο θα ξανακάνουν τα ίδια…» είπε ο Μπαϊρακτάρης.
«Δεν μ’ ενδιαφέρει! Εγώ είμαι του κόμματος και αυτοί οι άνθρωποι είναι φίλοι του κόμματος… Είμαστε στην εξουσία και γι αυτό πρέπει να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι…» Απάντησε με ιταμό ύφος ο κομματάρχης.
«Για μένα αυτή τη στιγμή δεν είσθε παρά ένας φίλος δύο παλιανθρώπων ! » Είπε αυστηρά ο Μπαϊρακτάρης.
«Αυτή την συμπεριφορά σου δεν μπορώ να την ανεχτώ. Ξέρετε ποιος είμαι Εγώ; Θα σου δείξω !...» είπε ο Αττικάρχης, υψώνοντας μάλιστα απειλητικά και το δάκτυλό του.
Ο Μπαϊρακτάρης που άρχισε να χάνει εκείνη την παροιμιώδη ψυχραιμία του από την ανάγωγη συμπεριφορά του κομματάρχη, τον έπιασε από το γιακά, τον τράβηξε προς την εξώπορτα του γραφείου του, του έδωσε δύο ηχηρά χαστούκια και μία κλωτσιά στα οπίσθια, και τον πέταξε κυριολεκτικά έξω στο δρόμο!
Κάθισε για λίγο μετά στο γραφείο του, και μόλις ηρέμησε πήρε μία κόλλα αναφοράς κι έγραψε την παραίτηση του. Στη συνέχεια μετέβη στο γραφείο του πρωθυπουργού Τρικούπη και του υπέβαλε την παραίτησή του.
Ο πρωθυπουργός που είχε πληροφορηθεί νωρίτερα από τον ίδιο τον κομματάρχη το επεισόδιο στα γραφεία της Αστυνομικής διεύθυνσης, στην πλατεία Κλαυθμώνος, παρέλαβε την αίτηση παραιτήσεως. Και χωρίς να την διαβάσει, την έσχισε.
«Γνωρίζω τι έχει συμβεί» του είπε ο Τρικούπης. Εγώ σε διόρισα στη θέση αυτή και σε διατάζω να παραμείνεις στη θέση σου και να συνεχίσεις να εκπληρώνεις όπως πάντα, καθ’ όν τρόπο νομίζεις ορθό, το καθήκον σου προς την υπηρεσία και την πατρίδα, έστω και χαστουκίζοντας εκείνους που σου φέρουν εμπόδια στο έργο σου».
Το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν. Ο Μπαϊρακτάρης, με τις υπερεξουσίες που είχε, εργάστηκε σκληρά για να φέρει θετικά αποτελέσματα. Προχώρησε ακόμα και στο κλείσιμο χαρτοπαικτικών λεσχών βάζοντας απ’ έξω αστυνομικούς σκοπούς για να μη πλησιάσει κανείς και για να μην ξανανοίξουν. (από το βιβλίο μου: «Μπαϊρακτάρης πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» εκδόσεις «Αγκυρα»)

Η ταπείνωση των κουτσαβάκηδων
Ο Μπαϊρακτάρης καθάρισε την αμαρτωλή συνοικία του Ψειρή από τους κουτσαβάκηδες ταπεινώνοντας τους, βάζοντας να καταστρέψουν οι ίδιοι με μια βαριοπούλα μαχαίρια και πιστόλια πάνω σε αμόνι, μπροστά στον κόσμο. Συνέλαβε όλους τους ανέργους που περιφέρονταν ασκόπως και τους έστειλε να εργασθούν στο Ναύσταθμο, στα λατομεία και στην καθαριότητα των δρόμων. Άλλους τους εκτόπισε στα χωριά τους και άλλους τους μετέφερε στο λιμάνι και τους έστελνε στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια και Θεσσαλονίκη.
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News.