Του Σάββα Καλεντερίδη
Η εθνική συνείδηση και το εθνικό αίσθημα του Έλληνα, την περίοδο από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 και εντεύθεν, σφυρηλατήθηκε κυρίως μέσα από τους εθνικούς αγώνες και από την πνευματική άνθηση που παρατηρήθηκε αμέσως μετά την ίδρυση του ελλαδικού κράτους.
Αυτό το αίσθημα ήταν που λειτούργησε ως
ενωτικός κρίκος και σε συνδυασμό με την
πολεμική αρετή των Ελλήνων και το
εθνικό όραμα, τη Μεγάλη Ιδέα, εξασφάλισε τη νικηφόρο πορεία του Ελληνικού Στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σε όλα αυτά στηρίχτηκαν οι Έλληνες στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, όπου ο Ελληνικός Στρατός, στελεχωμένος από μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς, κληρωτούς και επί δεκαετία επίστρατους οπλίτες, πέτυχε ένα στρατιωτικό θαύμα, αφού επί τρία και πλέον χρόνια, ανεπτυγμένος σε ένα τεράστιο μέτωπο, σε μια χώρα όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί ήταν εν δυνάμει εχθρικοί,
όσες μάχες έδωσε προελαύνοντας προς την Άγκυρα, ήταν όλες νικηφόρες.
Και να σκεφθεί κανείς ότι όλα αυτά έγιναν, τη στιγμή που στις πλάτες του στρατού και των στρατευμένων οι πολιτικές ηγεσίες έπαιζαν τα δικά τους πολιτικά παιχνίδια. Και εννοούμε και εκείνους που αποφάσισαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία, και εκείνους που χάιδευαν τα αυτιά των στρατευμένων και των οικογενειών τους, με το περίφημο «οίκαδε», και εκείνους που έκαναν τις πρώιμες ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής, παίζοντας με τα ταξικά αντανακλαστικά και την κόπωση των στρατευμένων.
Από τότε, η πολιτική ηγεσία του τόπου, μαζί με το λεγόμενο πολιτικό σύστημα, αποδείχτηκε ότι ήταν κατώτερα των περιστάσεων και σίγουρα κατώτερα ενός θαυμάσιου λαού, που πολεμούσε με αυταπάρνηση επί μια δεκαετία, παραμένοντας πιστός στο εθνικό όραμα, που -αν δεν το είχαν προδώσει- δεν το υπηρετούσαν σωστά οι πολιτικές ηγεσίες.
Τη συγκεκριμένη στάση και ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας, ο ελληνισμός την πλήρωσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή, που εκτός των άλλων, οδήγησε στο ξερίζωμα 1,5 εκατομμυρίων Ελλήνων της Θράκης, του Πόντου και της Ανατολής, με αποτέλεσμα των ακρωτηριασμό του ελληνισμού, που για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια, αναγκάστηκε να «εγκιβωτιωθεί» και να ασφυκτιά έκτοτε στα σύνορα του ελλαδικού κράτους.
Αυτός ο λαός, προδομένος και ξεριζωμένος, περίπου 16 χρόνια μετά την Καταστροφή, κλήθηκε τη φορά αυτή να υπερασπιστεί τα σύνορα, την εθνική και εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος. Στο τιμόνι της χώρας βρισκόταν ένας πρωθυπουργός και μια κυβέρνηση που είχε καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα και είχε οδηγήσει στις φυλακές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πολίτες, που συμμετείχαν στο ΚΚΕ. Εκείνη η κυβέρνηση, εκτιμώντας προσεκτικά τα γεωπολιτικά δεδομένα και μεταφράζοντας σωστά τη βούληση του συνόλου του έθνους, είπε το ΟΧΙ στον ιταλικό φασισμό, ένα ΟΧΙ που υπερασπίστηκαν με τον καλύτερο τρόπο οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας και σύσσωμος ο ελληνικός λαός. Να σημειωθεί ότι τότε, ζήτησαν να βγουν από τις φυλακές οι φυλακισμένοι κομμουνιστές, για να υπερασπιστούν το ΟΧΙ της πατρίδος, η οποία τους είχε ρίξει στις φυλακές!
Αυτή η σύσσωμη συστράτευση του έθνους στο ΟΧΙ και τον εθνικό αγώνα, παρατηρήθηκε και την περίοδο της Κατοχής, όταν η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ, συσπειρωμένη γύρω μια κυριολεκτικά ιερή έννοια, την υποχρέωση όλων των Ελλήνων να υπερασπίζονται την Πατρίδα, απαράβατη αρχή συνυφασμένη με την ύπαρξη του κάθε Έλληνα.
Ακόμα και σε αυτές τις μεγαλειώδεις στιγμές, όπου ο λαός έδωσε τα πάντα για να προστατέψει την τιμή και την εδαφική αεκραιότητα της Πατρίδος, η ηγεσία και το πολιτικό σύστημα, αντί να είναι προσανατολισμένοι σε μια και μοναδική έννοια και φροντίδα, που είναι η υπεράσπιση της Πατρίδος και των συμφερόντων του Έθνους, διασπασμένοι και προσανατολισμένοι σε άλλες «θύρες», αποδείχτεικαν κατώτεροι των περιστάσεων. Παίζοντας ο καθένας παιχνίδια των Μεγάλων Αδελφών τους, οδήγησαν τη χώρα σε έναν καταστροφικό εσωτερικό πόλεμο, έναν πόλεμο που τίναξε στον αέρα το βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού έθνους, που ήταν η εθνική συνοχή και η συσπείρωση γύρω από την έννοια της υπεράσπισης της Πατρίδος.
Έκτοτε η Ελλάδα, ταλανίζεται στο φαύλο κύκλο του διχασμού, στις συμπληγάδες του μίσους και της εκδίκησης του νικητή προς τους ηττημένους, και μετά το 1981, των ηττημένων προς τους νικητές. Μια κατάσταση που εκμεταλλεύθηκαν και συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται με δολοφονική ψυχραιμία και με τον καλύτερο για τα ιδιοτελή τους συμφέροντα τρόπο οι πολιτικές ηγεσίες, το πολιτικό σύστημα και φυσικά οι Μεγάλοι Αδελφοί, που πάντα θέλουν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, εις βάρος του ελληνικού λαού και της χώρας.
Μπορούμε να πούμε ότι το εσωτερικό μίσος και τα αισθήματα αντεκδίκησης τύφλωσαν τον ελληνικό λαό, ο οποίος αντί να χρησιμοποιεί τη σοφία, τη λογική και τον πολιτικό του νου, υπέκυψε στις ευαισθησίες της ψυχής, και δεν μπόρεσε να κατανοήσει ότι σε έναν εσωτερικό πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, γιατί όταν όταν χύνεται αδελφικό αίμα, είναι ηττημένη η πατρίδα, άρα είναι όλοι ηττημένοι. Αυτός ο λαός, ο βυθισμένος στο αδελφοκτόνο μίσος, ήταν η πιο εύκολη λεία για τις διεφθαρμένες ηγεσίες, που τον εγκλώβισε στα δίχτυα του κομματισμού και του καταστροφικού λαϊκισμού.
Ηγεσίες και κόμματα που του έδωσαν για «τυρί» ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα, μια επιδότηση ή μια θέση στο δημόσιο, για να τον καταστήσουν συνένοχο στο έγκλημα και να τον παγιδεύσουν στη φάκα του λαϊκιστικού κομματισμού.
Ηγεσίες που οδήγησαν με σχέδιο στην πατριωτική απονεύρωση του Έλληνα, αφού για να «προκόψεις» και να ανελιχθείς στο σάπιο πολιτικό, επιχειρηματικό, καθηγητικό, δημοσιογραφικό και καλλιτεχνικό «σύστημα», ήταν απαραίτητη προϋπόθεση να είσαι «προοδευτικός», «εκσυγχρονιστής», «εθνομηδενιστής» και γενικά απέναντι από «αναχρονιστικές» έννοιες, όπως Πατρίδα, Έθνος, Ιστορία, Παράδοση, Γενοκτονία, Εθνική Άμυνα κ.ά.
Και τώρα, που φθάσαμε στο τέλος αυτού του καταστροφικού του δρόμου, τώρα που τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η υπόσταση του ελληνικού κράτους, τώρα το ελληνικό έθνος, απογυμνωμένο από τις παραδοσιακές του αξίες, που ήταν το ανίκητο όπλο του στα κακοτράχαλα μονοπάτια της Ιστορίας, καλείται να αντιμετωπίσει μια εθνική, ηθική, πολιτική και οικονομική κρίση, που είναι κυριολεκτικά χωρίς πάτο.
Κι αυτό τη στιγμή που επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη το ζήτημα της τύχης και της στάσης που θα τηρήσει τα επόμενα χρόνια μια ανθρώπινη μάζα εκατομμυρίων λαθρομεταναστών, που υπακούει σε εντελώς διαφορετικές αξίες και ταγούς από εμάς του Έλληνες!
Ο ελληνικός λαός, λόγω της εθνικής, ηθικής και πολιτικής αποδόμησης που υπέστη επί δεκαετίες, και λόγω του ψυχολογικού πολέμου που υφίσταται τα τελευταία δυο χρόνια με αφορμή την οικονομική κρίση, βομβαρδιζόμενος καθημερινά με ειδήσεις και οικονομικές έννοιες δυσνόητες και ξένες προς αυτόν, δεν έχει αντιληφθεί τί ακριβώς διακυβεύεται σε αυτήν την κρίση και, το κυριότερο, δεν θεωρεί δική του υπόθεση τον αγώνα που πρέπει να δοθεί για να ξεπεράσουμε αυτήν την κρίση ως χώρα και ως έθνος.
Και επειδή συμβαίνει αυτό και όλα όσα αναφέρθηκαν σ’ αυτό το άρθρο, αυξάνονται τα φαινόμενα ανυπακοής στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και την ίδια την κοινωνία, φαινόμενα που παραλύουν το κράτος και τη χώρα και επιδεινώνουν το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η δύσμοιρη Ελλάδα. Επειδή συμβαίνει αυτό, τις μέρες αυτές, η παρελαύνουσα νεολαία, που θα κληθεί να πληρώσει ως γενιά τα «σπασμένα» των ανάξιων, σάπιων και διεφθαρμένων ηγεσιών, για πρώτη φορά στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδος, αντί να στρέφει τιμητικά, αποστρέφει την κεφαλήν από την εξέδρα των επισήμων.
Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό σημάδι για την πορεία του Έθνους, μια πορεία που μπορεί να αντιστραφεί μόνον όταν ο ίδιος ο λαός αναπτύξει και πάλι τα θαυμάσια αντανακλαστικά του και οδηγήσει σε οριστική «απόσυρση» τις ανάξιες, σάπιες και διεφθαρμένες ηγεσίες του.
Εν αναμονή της ηγεσίας που θα τον εμπνεύσει για νέους αγώνες, αυτό είναι το νέο, ένδοξο ΟΧΙ που θα κληθεί να πει ο ελληνικός λαός το επόμενο διάστημα, για να σταματήσει τον τραγικό κατήφορο και να υπερασπιστεί και πάλι σύσσωμος, την Πατρίδα και το Έθνος, που είναι σε σοβαρό κίνδυνο.
Εφημερίδα Δημοκρατία, 20 Οκτωβρίου 2011
ΠΗΓΗ